- κολοκύντινος
- κολοκύντ-ινος, v.κολοκύνθινος. -ος, ὁ,A = κολόκυνθος, AP9.532.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κολοκύντινος — κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) βλ. κολοκύνθινος … Dictionary of Greek
κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου … Dictionary of Greek